καλοζυγιάζω

καλοζυγιάζω
καλοζυγιάζω και καλοζυγίζω καλοζύγιασα και καλοζύγισα, καλοζυγιάστηκα και καλοζυγίστηκα, καλοζυγιασμένος και καλοζυγισμένος, ζυγίζω καλά: Μας τα δίνει καλοζυγισμένα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλοζυγιάζω — και καλοζυγίζω 1. ζυγίζω κάτι καλά και με ακρίβεια 2. είμαι ακριβής στα ζύγια μου 3. μτφ. σταθμίζω κάτι στον νου μου με ακρίβεια, υπολογίζω κάτι σωστά, τό αναμετρώ με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • καλοζύγιαστος — και καλοζύγιστος, η, ο [καλοζυγιάζω] 1. (για πράγματα) αυτός που έχει ζυγιστεί με ακρίβεια, καλοζυγισμένος 2. μτφ. (για λόγους, σκέψεις, πράξεις) στοχαστικός, συνετός, καλοζυγισμένος, σταθμισμένος στον νου με σύνεση και προσοχή («καλοζύγιαστα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”